- πρύμνη
- και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ.β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ)2. (κατ' επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος3. φρ. α) «ἐπὶ πρύμνη(ν) [ή κατά πρύμνα(ν)] ἀνακρούομαι» — οπισθοδρομώ χωρίς να στρέψω το πλοίο, κν. πάω με την πρύμνηβ) «ανακρούω πρύμνα(ν)»i) στρίβω το πλοίο και φεύγω προς την αντίθετη κατεύθυνσηii) μτφ. μεταβάλλω γνώμη ή στάση, κν. τα στρίβωνεοελλ.1. ως κύριο όν. Πρύμνηαστρον. νότιος αστερισμός, ένα από τα πέντε τμήματα στα οποία χωρίστηκε ο αστερισμός τής Αργούς2. φρ. «βολή κατά πρύμναν»(ναυτ. -στρ.) βολή από τα πρυμναία πυροβολεία πλοίου που αποσύρεται από το πεδίο ναυμαχίαςαρχ.1. στον πληθ. aἱ πρύμναιοι υπώρειες, οι πρόποδες όρους2. φρ. α) «χωρῶ πρύμναν»(για πλοίο) οπισθοχωρώ, υποχωρώβ) «πρύμνα πόλεος»μτφ. i) η Ακρόποληii) το σκάφος τής πολιτείας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πρύμνη αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. τού επιθ. πρυμνός, με αναβιβασμό τού τόνου, και απαντά αρχικά ως επίθ. (πρβλ. πρύμνη ναῦς) και στη συνέχεια, ήδη στον Ομ., ως ουσ. Κατά μία άποψη, το επίθ. πρυμνός προέρχεται από την πρόθεση πρό (για τη δυσερμήνευτη —πιθ. αιολ. — τροπή τού -ο- σε -υ-, πρβλ. διαπρύσιος* πιθ. < διαπρό) με επίθημα *-mno- (πρβλ. αρχ. ινδ. ni-mna- «βαθύς»). Ωστόσο, η πρόθεση πρό θα έπρεπε να δηλώνει αυτό που προηγείται, που προβάλλει, πράγμα που αντιτίθεται προς τη σημ. τού πρυμνός «έσχατος, τελευταίος, κατώτατος». Η άποψη ότι η λ. πρύμνη προήλθε από συμφυρμό ενός αμάρτυρου *πύμνη (< πύματος «έσχατος, τελευταίος») με τη λ. πρῷρα, όπως και η σύνδεσή της με τον τ. πρέμνον «το κατώτερο μέρος τού κορμού ενός δέντρου, βάση» ή με το αρχ. σλαβ. krŭma «πρύμνη», δεν θεωρούνται πιθανές. Ο νεοελλ. τ. πρύμη με ανομοιωτική αποβολή τού έρρινου -ν-.ΠΑΡ. πρυμναίος, πρύμνηθεν, πρυμνήσιος, πρυμνήτης, πρυμνόθεναρχ.πρύμναδε, Πρυμνεύς, πρυμνικόςμσν.πρυμνίτηςνεοελλ.πρυμάτσα, πρυμίζω, πρυμ(ν)ιός.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. πρυμνούχος, πρυμνώρειανεοελλ.πρυμνοδέτης, πρυμνόδετος, πρυμνόσκοινο. (Β συνθετικό) αρχ. αιολόπρυμνος, αμφίπρυμνος, δίπρυμνος, εξάπρυμνος, εύπρυμνος, καμπυλόπρυμνος, λεπτόπρυμνος, ορθόπρυμνος, υψίπρυμνος, χρυσόπρυμνοςνεοελλ.αντίπρυμνος, κατάπρυμνος, υπόπρυμνος].
Dictionary of Greek. 2013.